Ιγκόρ

Ιγκόρ
(Igor). Όνομα δύο Ρώσων ηγεμόνων. 1. Ι. (Νόβγκοροντ 875; – Ισκορόστ 945). Ηγεμόνας του Κιέβου (941-945). Διαδέχθηκε τον πατέρα του, Ρούρικ, μετά τον θάνατό του· ουσιαστικά όμως κυβέρνησε μετά τον θάνατο του θείου του, Ολέγκ. Βυζαντινοί χρονογράφοι αναφέρουν ως κυριότερο γεγονός της ηγεμονίας του την εκστρατεία εναντίον του Βυζαντίου (941), κατά την οποία λεηλάτησε τις δύο παραλίες του Βοσπόρου, βασάνισε και θανάτωσε τους αιχμαλώτους, ενώ πυρπόλησε πολλούς ναούς. Οι Βυζαντινοί στρατηγοί, με επικεφαλής τον πατρίκιο Θεοφάνη, επιτέθηκαν εναντίον των ρωσικών πλοίων και κατέστρεψαν τα περισσότερα με το υγρό πυρ. Ο χρονογράφος Νέστωρ, εξάλλου, αναφέρει ότι το 943 ο Ι. επιχείρησε δεύτερη εκστρατεία εναντίον της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, που κατέληξε στη σύναψη συνθήκης ανάμεσα στον Ρώσο και στον Βυζαντινό ηγεμόνα Ρωμανό Λεκαπηνό (945). Δολοφονήθηκε από υποτελείς του. Τον θάνατό του εκδικήθηκε σκληρά η σύζυγός του, Όλγα, η οποία ανακηρύχθηκε αγία από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία. 2. Ι. (Νόβγκοροντ 1150/1 – 1202). Ηγεμόνας του Νόβγκοροντ-Σέβερσκι (1178-1202) και πρίγκιπας του Τσερνίγκοφ (1199-1202). Ήταν γιος του Σβιατοσλάβ. Κατά το δεύτερο μισό του 12ου αι. πήρε μέρος στους φεουδαρχικούς πολέμους για τον θρόνο του Κιέβου. Τη δεκαετία του 1170 πολέμησε εναντίον των νομάδων της στέπας, των Πολόφσκι, και συμμάχησε με άλλους πρίγκιπες εναντίον τους. Η εκστρατεία αυτή κατέληξε στην ήττα του Ι. κοντά στον ποταμό Καγιάλα και στην αιχμαλωσία του. Όλα τα σχετικά με τη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των Πολόφσκι περιγράφονται στο έργο Η αφήγηση της εκστρατείας του Ιγκόρ. Το κείμενο αυτό αποτελεί μνημείο της αρχαίας ρωσικής λογοτεχνίας, που γράφτηκε στα τέλη του 12ου αι. από άγνωστο συγγραφέα. Πρόκειται για επικολυρικό έργο μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας, η αυθεντικότητα του οποίου αμφισβητήθηκε έντονα. Διατηρήθηκε σε ένα μόνο χειρόγραφο αντίγραφο που βρισκόταν στη συλλογή του κόμη Μούσιν-Πούσκιν και δημοσιεύτηκε το 1800, κάηκε όμως στη μεγάλη πυρκαγιά της Μόσχας το 1812 μαζί με άλλα σπάνια ρωσικά χειρόγραφα. Υπάρχει μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Στραβίνσκι, Ιγκόρ Φιοντόροβιτς — Ρώσος συνθέτης (Οράνιενμπαουμ, Πετρούπολη 1882 – Νέα Υόρκη 1971). Αφού άρχισε νομικές σπουδές σύμφωνα με τη θέληση του πατέρα του, του βαθύφωνου Φιοντόρ Σ. (1843 1902), που εργαζόταν στο Αυτοκρατορικό θέατρο της Πετρούπολης άρχισε το 1903, μετά… …   Dictionary of Greek

  • Κουρτσάτοφ, Ιγκόρ Βασίλιεβιτς — (Igor Vasilievich Kurchatov, Τσελιάμπινσκ 1902 – Μόσχα 1960). Ρώσος φυσικός, πενεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Κριμαίας εργάστηκε ως βοηθός στο τμήμα της φυσικής του Πολυτεχνικού Ινστιτούτου του… …   Dictionary of Greek

  • Μοϊσέγεφ, Ιγκόρ Αλεξάντροβιττς — (Κίεβο 1906 –). Ουκρανός χορογράφος και χορευτής. Σπούδασε χορό στη σχολή Μπολσόι της Μόσχας, διακρίθηκε αρκετά γρήγορα στο μπαλέτο του ίδιου θεάτρου, αναλαμβάνοντας ρόλους σολίστα, όπου επέδειξε σπάνια ικανότητα, τόσο στους χορούς μέσου… …   Dictionary of Greek

  • Σικόρσκι, Ιγκόρ — Αμερικανός αεροναυπηγός ρωσικής καταγωγής (Κίεβο 1889 Στάτφορντ, Κοννέκτικατ 1972). Σχεδίασε και κατασκεύασε, το 1908 διάφορους τύπους αεροπλάνων και το 1909 έναν τύπο ελικόπτερου χωρίς επιτυχία. Το 1913 κατασκεύασε το πρώτο τετρακινητήριο στον… …   Dictionary of Greek

  • Ταμ, Ιγκόρ Ευγκένιεβιτς — (Βλαδιβοστόκ 1895 – Μόσχα 1971). Ρώσος θεωρητικός φυσικός. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μόσχας από το 1924 έως το 1941, το 1933 έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της πρώην ΕΣΣΔ και το επόμενο έτος ερευνητής στο Ινστιτούτο… …   Dictionary of Greek

  • Κίεβο — (Kiev Kyyiv). Πόλη (2.602.000 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Ουκρανίας. Είναι χτισμένη σε ένα επίπεδο ύψωμα στη δεξιά όχθη του Δνείπερου, στο όριο ανάμεσα στη δασική ζώνη και στη στέπα. Παραδοσιακή γεωργική αγορά καθώς και αγορά γουναρικών και… …   Dictionary of Greek

  • Όλγα — I (895 – 968). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν σύζυγος του μεγάλου ηγεμόνα του Κιέβου Ιγκόρ. Απλή αγρότισσα, γοήτευσε τον Ιγκόρ, που τη συνάντησε σε ένα κυνήγι του και την παντρεύτηκε. Μετά τη δολοφονία του συζύγου της (945) ανέλαβε την… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • πολυτονικότητα — Μουσικός όρος που σημαίνει τη συνήχηση μελωδικών και αρμονικών σχημάτων, που ανήκουν σε διαφορετικές τονικότητες. Ως μουσικό φαινόμενο η π. απαντά από πολύ νωρίς, π.χ. στον Κανόνα όταν η μελωδία επαναλαμβάνεται τέσσερις ή πέντε φθόγγους ψηλότερα… …   Dictionary of Greek

  • σερενάτα — (serenata). Σύνθεση για τραγούδι και όργανα με την οποία, από τα τέλη του 17ου αι., τιμούνταν διάφορα πρόσωπα με την ευκαιρία εορταστικών εκδηλώσεων. Με την έννοια αυτή η σ. πήρε πολλές φορές την ευρύτητα του ορατόριου και της καντάτας. Αργότερα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”